- εὐεργετικόν
- εὐεργετικόςproductive of benefitmasc acc sgεὐεργετικόςproductive of benefitneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благодѣтель — БЛАГОДѢТЕЛ|Ь (3*), Ѧ с. Благодетель: Аште отъ вьсѣхъ хоштешi чьсть имѣти. боуди всѣмъ бл҃годѣтель обьшт. Изб 1076, 25; и вкупѣ съходѩть(с) кнѩзи и людьѥ ˫ати праведнаго. и за любовь ˫ако бл҃годѣтелѩ. противна˫а держани˫а. и за то идѩху ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευεργετικός — ή, ό (ΑΜ εὐεργετικός, ή, όν) [ευεργέτης] 1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.) 2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι… … Dictionary of Greek